συναρπαγή

συναρπαγή
η увлечение, очарование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συναρπαγή" в других словарях:

  • συναρπαγή — robbery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρπαγή — η, ΝΜΑ [συναρπάζω] 1. αρπαγή από κοινού με κάποιον άλλο («ἐκτὸς συναρπαγῆς καὶ κλοπῆς», πάπ.) 2. μτφ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναρπάζω, άσκηση μεγάλης γοητείας πάνω σε κάποιον νεοελλ. φρ. «σύνθετο εκ συναρπαγής» γλωσσ. σύνθετη λέξη που… …   Dictionary of Greek

  • συναρπαγῇ — συναρπάζω snatch and carry away with aor subj pass 3rd sg συναρπαγή robbery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρπαγῆς — συναρπαγή robbery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρπαγήν — συναρπαγή robbery fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυνάρπαστος — ἀσυνάρπαστος, ον (AM) εκείνος που δεν κινδυνεύει από «συναρπαγή», που δεν παραπλανάται …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՓ — (խափի.) NBH 1 0935 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. (լծ. ընդ թ. գափմա, գափաթամգ. գափանճա. որպէս եւ լտ. գա՛փթօ եւն.). Յաշտակութիւն. հաղբ, եւ խարք. συναρπαγή rapina, direptio. *Զի ոչ ընդ խափս ինչ էին յանդգնութիւնք նոցա. Ոսկ. ես.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ξυναρπαγῆς — συναρπαγῆς , συναρπαγή robbery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρπαγῇς — συναρπάζω snatch and carry away with aor subj pass 2nd sg συναρπαγή robbery fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»